κρεοκάκκαβος

κρεοκάκκαβος
κρεο-κάκκαβος, , ein Gericht aus Fleisch mit Blut u. Fett in gewürzter Brühe

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρεοκάκκαβος — κρεοκάκκαβος, ὁ (Α) φαγητό από κρέας, λίπος και αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + κάκκαβος «χύτρα»] …   Dictionary of Greek

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”